προκατασπείρω

Revision as of 09:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A sow beforehand, PMeyer 12.21 (ii A.D.): metaph., implant beforehand, ἐν τοῖς θνητοῖς τὸ ἀθάνατον Aen.Gaz.Thphr. p.56B.

Greek Monolingual

Α
1. σπέρνω εκ τών προτέρων
2. μτφ. εμφυτεύω, εμβάλλω σε κάποιον κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατασπείρω «σπέρνω σε όλη την έκταση, φυτεύω»].