θριγκώδης

Revision as of 10:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ες,

   A like a coping, Hsch. s.v. αἱμασιαί.

German (Pape)

[Seite 1218] ες, einem θριγκός ähnlich, Hesych. αἱμασιά.

Greek (Liddell-Scott)

θριγκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θριγκῷ, Ἡσύχ. ἐν λ. αἱμασιά.

Greek Monolingual

θριγκώδης, -ες (Α) θριγκός
όμοιος με θριγκό.