θριγκός

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θριγκός Medium diacritics: θριγκός Low diacritics: θριγκός Capitals: ΘΡΙΓΚΟΣ
Transliteration A: thrinkós Transliteration B: thrinkos Transliteration C: thrigkos Beta Code: qrigko/s

English (LSJ)

ὁ,
A topmost course of stones in a wall, cornice, coping, mostly in plural, Od.17.267, S.Fr.506, Arist.Ph.246a18, IG7.3073.68 (Lebad.); of the row of slabs behind the frieze, SIG244ii61 (Delph., iv B.C.); δῶμα περιφερὲς θριγκοῖς E.Hel.430: sg., Id.IT47.
b frieze, θ. κυάνοιο Od.7.87; χρυσοῦς D.S.18.26.
2 metaph., coping-stone, last finish, θ. ἀθλίων κακῶν E.Tr.489; δοκεῖ ὥσπερ θ. τοῖς μαθήμασιν ἡ διαλεκτικὴ… ἐπάνω κεῖσθαι Pl.R. 534e.
II wall, fence of any sort, E.Ion1321, Ar.Th.58 (anap.), Paus.1.42.7, Plu.2.85f.
2 row, ὀδόντων Hp.Ep.23.—Later forms are θριγγός v.l. in Plu. l.c.; θριγχός v.l. in Dsc.4.85; τριγχός, Sch.Il.11.774, Eust.1570.17, SIG 1231.6 (Nicomedia, iii/iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1218] ὁ, nach VLL. ἡ στεφάνη τῶν τοίχω; neben τοῖχος Od. 17, 266, ἐπήσκηται δέ οἱ αυλη τοίχῳ καὶ θριγκοῖσι, Schol. περιβόλοις; nach Eur. Or. 1585 = γεῖσον, die überstehende Mauerzinne; nach Hesych. ruht auf ihr das Dach; so wohl auch Od. 7, 87 zu nehmen, wenn der Vers nicht eingeschoben, s. Nitzsch; λάϊνοι θριγκοὶ δόμων Eur. El. 1151, wie ναῶν χρυσήρεις θρ. I. T. 129; dah. vom Einsturze des Hauses θριγκὸν εἰσιδεῖν δόμων πιτνόντα, 47; Arist. phys. 7, 3. – Übh. Umfriedigung, Zaun, Eur. Ion 1321 Ar. Th. 58 u. bes. Plut. u. a. Sp., wie Paus. 1, 42, 8. – Übertr., ἆρ' οὖν δοκεῖ σοι ὥσπερ θρ. τοῖς μαθήμασιν ἡ διαλεκτικὴ ἐπάνω κεῖσθαι, gleichsam Schlußstein, Gipfel, Plat. Rep. VII, 534 e; vgl. Eur. Troad. 489 τὸ λοίσθιον δὲ θρ. ἀθλίων κακῶν, δούλη γραῦς Ἑλλάδ' εἰσαφίξομαι.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 couronnement ou revêtement d'un mur, faîte, comble ; fig. faîte, comble, couronnement;
2 mur de clôture, mur d'appui.
Étymologie: DELG t. d'architecture d'origine inconnue.

Russian (Dvoretsky)

θριγκός:
1 венечный карниз, зубчатый верх стены (οἰκίας Arst.): ἐπήσκηται αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῖσι Hom. двор обнесен (был) зубчатой стеной; δῶμα περιφερὲς θρίγκοις Eur. дворец с зубчатой стеной;
2 стена, ограда (χωρίοις θριγκοὺς προβάλλειν Plut.): τοῦ θριγκοῦ ὑπερβάλλειν πόδα Eur. переступать ограду; πελάθειν θριγκοῖς Arph. приближаться к ограде;
3 высшая степень, верх, завершение (ἀθλίων κακῶν Eur.): θ. τοῖς μαθήμασιν ἡ διαλεκτική (sc. ἐστιν) Plat. венцом (всех) наук является диалектика.

Greek (Liddell-Scott)

θριγκός: ὁ, ἡ ἀνωτάτη σειρὰ λίθων ἐν τῷ τοίχῳ, ἥτις ἐξεῖχε τῶν λοιπῶν· ἐπὶ τοῦ θριγκοῦ ἐστηρίζοντο αἱ δοκοὶ τῆς στέγης, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Ὀδ. Ρ. 267, Σοφ. Ἀποσπ. 451, Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· δῶμα περιφερὲς θριγκοῖς Εὐρ. Ἑλ. 430· - ἐν Ὀδ. Η. 87, θριγκὸς κυάνοιο, γείσωμα, γραμμή, «κορνίζα» ἐκ κυανοῦ μετάλλου ἐπὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ δωματίου, (ἀλλ’ ὁ στίχ. πιθανῶς εἶναι νόθος, ἴδε Nitzsch), πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 47. 2) μεταφ., ἡ «κορωνίς», θριγκὸς ἀθλίων κακῶν Εὐρ. Τρῳ. 489· δοκεῖ ὥσπερ θριγκὸς τοῖς μαθήμασιν ἡ διαλεκτικὴ... ἐπάνω κεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 534Ε. ΙΙ. τεῖχος, φραγμός, περίφραγμα, περιτείχισμα, Εὐρ. Ἴωνι 1321, Ἀριστοφ. Θεσμ. 58. - Παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν εὑρίσκομεν τὸν τύπον θριγγός, Πλούτ. 2. 94C, ὡσαύτως θριγχός, Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πολ. 1. 21, 10 τριγχός, Εὐστ. 1570. 17, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3777. 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «θριγκός· ἡ στεφάνη τοῦ τείχους. περίφραγμα ὡς περίβολος, ἤγουν τὸ ἀνάστατον τοῦ τοίχου οἰκοδομῆς ἐφ’ οὗ καὶ ἡ στέγη κεῖται. καὶ ὁ ὑπὸ τὸν κλινόποδα τοῦ τοίχου τόπος. ἢ περιχαράκωμα. καὶ τριγχός», πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει, καὶ Σχόλ. εἰς Ὀδ. Η. 87.

English (Autenrieth)

coping, cornice, pl., battlements, Od. 17.267. (Od.)

Greek Monolingual

ο (Α θριγκός και θριγγός και θριγχός και τριγχός) (για αρχ. ναούς και ανάκτορα) το τμήμα του οικοδομήματος το οποίο στηρίζεται στους κίονες και αποτελείται από το επιστύλιο, τη ζωφόρο και το γείσο, το ακροτοίχιο
αρχ.
1. η κορυφή ενός πράγματος, η κορωνίδα
2. τείχος, περίβολος
3. σειρά, στίχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος της αρχιτεκτονικής, άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. θριγκίον αρχ. θριγκώ, θριγκώδης.

Greek Monotonic

θριγκός: ὁ,
I. 1. η ανώτατη σειρά λίθων σε πέτρινο τείχος, η οποία προεξείχε από τις υπόλοιπες, γείσο, προεξοχή, μαρκίζα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· θριγκὸς κυάνοιο, γείσο με γαλάζιου χρώματος μέταλλο, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., επιστέγασμα, αποκορύφωμα, θριγκός κακῶν, σε Ευρ.
II. τοίχος, φράχτης παντός είδους, στον ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: topmost course of stones in a wall, cornice, frieze, also metaph. (Od.), fence (E., Ar.); on the meaninng Süßerott Olymp. Forschungen hg. v. Kunze und Schleif (Berlin 1944) 125ff. (prop. "terracotta-bearer"?).
Other forms: mostly pl., late also τριγχός (SIG 1231, 6, Nicomedia III-IVp, H., sch.), θριγγός (v.l. Plu. 2, 85f.), θριγχός (v.l. Dsc. 4, 85)
Derivatives: θριγκίον (Luc., App.), θριγκώδης H. s. αἱμασιαί, θριγκόω provide with a θ., crown, complete (ξ 10 a. o.) with θρίγκωμα = θριγκός (J., Plu.) a lengthened form (Chantraine Formation 186f.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Building term; cf. on γεῖσον. The forms τριγχός and θριγγός may show old variation or more recent developments. - The form στριγχός τειχίον, στρικτόριον, στεφάνη δώματος H. may be a cross of τριγχός and στρικτόριον (= Lat. strictōrium). The word is without a doubt Pre-Greek.

Middle Liddell

θριγκός, ὁ,
I. the topmost course of stones in a wall, which projected over the rest, the eaves, cornice, coping, Od., Eur.; θριγκὸς κυάνοιο a cornice of blue metal, Od.
2. metaph. the coping-stone, culmination, θριγκὸς κακῶν Eur.
II. a wall, fence of any sort, Eur.

Frisk Etymology German

θριγκός: {thrigkós}
Forms: vorw. pl., späte Nebenformen τριγχός (SIG 1231, 6, Nikomedia III-IVp, H., Sch.), θριγγός (v.l. Plu. 2, 85f.), θριγχός (v.l. Dsk. 4, 85)
Grammar: m.
Meaning: Mauerkranz, Gesims, Fries, auch übertr. (seit Od.), Umfriedigung, Zaun (E., Ar. u. a.); zur Bedeutung Süßerott Olymp. Forschungen hg. v. Kunze und Schleif (Berlin 1944) 125ff. (eig. "Terrakottentrager"?).
Derivative: Davon θριγκίον (Luk., App. u. a.), θριγκώδης H. s. αἱμασιαί, θριγκόω ‘mit einem θ. versehen, krönen, vollenden’ (ξ 10 u. a.) mit θρίγκωμα = θριγκός (J., Plu.), wohl nur daraus erweitert (Chantraine Formation 186f.).
Etymology: Ausdruck der Baukunst unbekannter Herkunft; vgl. zu γεῖσον. — Die Form στριγχός· τειχίον, στρικτόριον, στεφάνη δώματος H. ist wahrscheinlich Kreuzung von τριγχός und στρικτόριον (= lat. strictōrium).
Page 1,683

English (Woodhouse)

culminating point, finishing touch

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=γείσωμα, κορνίζα). Μᾶλλον ξενική ἡ προέλευσή του.
Παράγωγα: θριγκίον (ὑποκορ.), θριγκόω, θριγκώδης, θρίγκωμα (=γεῖσο).