καιροτηρέω

Revision as of 10:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τὰς μεταβολάς

   A observe the seasons of change, D.S.19.16, cf. 13.22: generally, lie in wait for, τινὰς ἀσχολουμένους PAmh.2.35.8 (ii B. C.), cf. UPZ19.26 (ii B. C.):— also in Med., -τηρησάμενός με ἐξερχόμενον BGU909.6 (iv A. D.):

German (Pape)

[Seite 1297] die rechte Zeit wahrnehmen, D. Sic. 13, 21, τὰς μεταβολάς 19, 16.

Greek (Liddell-Scott)

καιροτηρέω: τὰς μεταβολάς, καιροσκοπῶ τὰς μεταβολάς, Διόδ. 19. 16, πρβλ. 13. 21· ― ἐντεῦθεν, καιροτηρησία (ἢ καιροτήρησις), ἡ, Ἀριστέας σ. 88, ἔκδ. Ὀξων., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 299.

Russian (Dvoretsky)

καιροτηρέω: выжидать, высматривать, наблюдать (τὰς μεταβολάς Diod.).