καιροτηρέω

English (LSJ)

τὰς μεταβολάς observe the seasons of change, D.S.19.16, cf. 13.22: generally, lie in wait for, τινὰς ἀσχολουμένους PAmh.2.35.8 (ii B. C.), cf. UPZ19.26 (ii B. C.):—also in Med., -τηρησάμενός με ἐξερχόμενον BGU909.6 (iv A. D.):

German (Pape)

[Seite 1297] die rechte Zeit wahrnehmen, D. Sic. 13, 21, τὰς μεταβολάς 19, 16.

Greek (Liddell-Scott)

καιροτηρέω: τὰς μεταβολάς, καιροσκοπῶ τὰς μεταβολάς, Διόδ. 19. 16, πρβλ. 13. 21· ― ἐντεῦθεν, καιροτηρησία (ἢ καιροτήρησις), ἡ, Ἀριστέας σ. 88, ἔκδ. Ὀξων., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 299.

Russian (Dvoretsky)

καιροτηρέω: выжидать, высматривать, наблюдать (τὰς μεταβολάς Diod.).