καλοπρόσωπος
English (LSJ)
ον,
A with fair face, Sch.D Il.1.310.
German (Pape)
[Seite 1313] mit schönem Antlitz, Schol. Il. 1, 310.
Greek (Liddell-Scott)
καλοπρόσωπος: -ον, ἔχων ὡραῖον πρόσωπον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 310, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. σ. 123.
Greek Monolingual
καλοπρόσωπος, -ον (AM)
αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ευειδής, όμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ομοιο-πρόσωπος, πολυπρόσωπος.