κερατογλύφος

Revision as of 10:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A working in horn, Sch.D Il.4.110, EM505.11.

German (Pape)

[Seite 1422] ὁ, Hornschnitzer, Schol. Il. 4, 110.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτογλύφος: -ον, κατεργαζόμενος τὸ κέρας, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 110, Μέγ. Ἐτυμ. 505. 11.

Greek Monolingual

κερατοφλύφος, -ον (Α)
αυτός που κατεργάζεται τα κέρατα για την κατασκευή τόξων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο-γλύφος, τοκο-γλύφος].