κοπρόω
English (LSJ)
fut. -ώσω Sch.Ar.Pl.313:—
A befoul with dung, κοπρῶσαι τὸν τρίβωνα Arr.Epict.4.11.34:—Pass., κεκοπρῶσθαι, -ωμένος, ib.29.18.
German (Pape)
[Seite 1483] misten, düngen, Sp., Schol. Ar. Plut. 313 erkl. damit μινθόω. Uebh. besudeln, Arr. Epict. 4, 11, 18.
Greek (Liddell-Scott)
κοπρόω: μολύνω μὲ κόπρον, κοπρῶσαι τὸν τρίβωνα Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11, 34· ― Παθ., κεκοπρῶσθαι, -ωμένος, αὐτόθι 18 καὶ 29.