μινθόω
English (LSJ)
A besmear with dung, Ar.Ra.1075, Pl.313.
II renounce utterly, abominate, Archestr.Fr.9.1, Damox.2.15.
German (Pape)
[Seite 188] mit Menschenkoth besudeln, Ar. Plut. 313 Ran. 1073. – Bei Archestrat. Ath. VII, 285 b, τὴν ἀφύην μίνθου πᾶσαν πλὴν τὴν ἐν Ἀθήναις, ist es = verachten, wie Koth achten; vgl. Damoxen. Ath. III, 102 (v. 15).
French (Bailly abrégé)
μινθῶ :
1 souiller d'excréments;
2 c. ἀποσκορακίζω.
Étymologie: μίνθος¹.
Russian (Dvoretsky)
μινθόω: загадить, изгадить Arph.
Greek (Liddell-Scott)
μινθόω: χρίω διὰ κόπρου, μινθώσομέν θ’, ὥσπερ τράγου τὴν ῥῖνα, ὅταν οἱ τράγοι κατασχεθῶσιν ὑπὸ κορύζης, τότε οἱ αἰπόλοι χρίουσι τὴν ῥῖνα αὐτῶν διὰ κόπρου πρὸς ἀπαλλαγὴν τοῦ πάθους, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1075, Πλ. 313. ΙΙ. καταφρονῶ, βδελύσσομαι, ἀποστρέφομαι, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 285Β, Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 15.
Greek Monotonic
μινθόω: μέλ. -ώσω, βρωμίζω κάποιον με περιττώματα, αποστρέφομαι, σε Αριστοφ.