κυκληδόν

Revision as of 10:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Adv.

   A in a circle, περιβλέψας τὸ πλῆθος Posidon.36 J.

German (Pape)

[Seite 1526] im Kreise, rings herum, Posidon. bei Ath. V, 212 f.

Greek (Liddell-Scott)

κυκληδόν: Ἐπίρρ., ἐν κύκλῳ, κυκλοτερῶς, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 212F.

Greek Monolingual

κυκληδόν (Α)
επίρρ. κυκλικά, με κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. αγελ-ηδόν, πρην-ηδόν)].