κρινωτός

Revision as of 10:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A adorned with lilies, κεφαλίδες Aristeas 68.

German (Pape)

[Seite 1510] mit Lilien bekränzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρῐνωτός: -ή, -όν, κεκοσμημένος διὰ κρίνων, Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδ. σελ. 255.

Greek Monolingual

κρινωτός, -ή, -όν (Α)
ο στολισμένος με κρίνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα -ωτός (πρβλ. ακτιν-ωτός, κλιμακ-ωτός)].