λιτρισμός

Revision as of 10:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A delivery by weight, PFlor.31.21 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

λιτρισμός: ὁ, ἡ κατὰ λίτρας ἀπαρίθμησις, Ἀνώνυμ. παρὰ Lambec Bibl. Caes. τ. 7, σ. 513Α, κλ.

Greek Monolingual

λιτρισμός, ὁ (ΑM) λιτρίζω
ο υπολογισμός ή η μέτρηση ενός βάρους σε λίτρες.