λινεύω

Revision as of 11:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A catch with nets, λ. γυργαθοῖς Peripl.M.Rubr.15.

German (Pape)

[Seite 49] mit Garnen oder Netzen fangen, Arr.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνεύω: ἁλιεύω, «ψαρεύω», καὶ γυργάθοις λινεύουσιν, ἀντὶ δικτύων αὐτοὺς καθιέντες Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 10.

Greek Monolingual

λινεύω (Α) λίνον
συλλαμβάνω με τα δίχτια, αλιεύω, ψαρεύω.