πάγγεος
English (LSJ)
ον,
A holding the whole earth, ἅρμα Id.H.59.8; δῆμος, of the Roman people, Epigr.Gr.344.10 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 434] voet, für πάγγειος, die ganze Erde umfassend, πάγγεον ἅρμα διώκει δόξα, Orph. H. 58, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πάγγεος: -ον, ὁ κρατῶν σύμπασαν τὴν γῆν, ἅρμα Ὀρφ. Ὕμν. 58, 8.
Greek Monolingual
πάγγεος, -ον (Α)
1. αυτός που κρατά ολόκληρη τη γη
2. (για τον ρωμαϊκό δήμο) αυτός που εξουσιάζει ολόκληρη τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -γεος (βλ. λ. γη), με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ-].