πάγγεος

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγγεος Medium diacritics: πάγγεος Low diacritics: πάγγεος Capitals: ΠΑΓΓΕΟΣ
Transliteration A: pángeos Transliteration B: pangeos Transliteration C: paggeos Beta Code: pa/ggeos

English (LSJ)

πάγγεον, holding the whole earth, ἅρμα Id.H.59.8; δῆμος, of the Roman people, Epigr.Gr.344.10 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 434] voet, für πάγγειος, die ganze Erde umfassend, πάγγεον ἅρμα διώκει δόξα, Orph. H. 58, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πάγγεος: -ον, ὁ κρατῶν σύμπασαν τὴν γῆν, ἅρμα Ὀρφ. Ὕμν. 58, 8.

Greek Monolingual

πάγγεος, -ον (Α)
1. αυτός που κρατά ολόκληρη τη γη
2. (για τον ρωμαϊκό δήμο) αυτός που εξουσιάζει ολόκληρη τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -γεος (βλ. λ. γη), με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ-].