πατροδώρητος
English (LSJ)
ον,
A given by a father, Luc. Trag.268.
German (Pape)
[Seite 536] vom Vater geschenkt, gegeben, Luc. Tragodop. 268.
Greek (Liddell-Scott)
πατροδώρητος: -ον, ὁ ὑπὸ πατρὸς δωρηθείς, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 267.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
donné en présent par le père.
Étymologie: πατήρ, δωρέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που δωρήθηκε από τον πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -δώρητος (< δωρῶ), πρβλ. θεο-δώρητος].
Russian (Dvoretsky)
πατροδώρητος: дарованный отцом Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατροδώρητος -ον [πατήρ, δωρέω] door vader gegeven.