περίπυρον

Revision as of 11:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,

   A vessel for containing fire, IG11(2).203 B45,219B53 (Delos, iii B. C.), SIG996.13 (Smyrna, i A. D.).

Greek Monolingual

τὸ, Α
αγγείο ή δοχείο κατάλληλο για πυρωμένα κάρβουνα, το πύραυνο, το μαγκάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πυρον (< πῦρ)].