πεντώνυμος

Revision as of 11:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A called by five names, Tz.Proll.Com.p.29 K.

Greek (Liddell-Scott)

πεντώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων πέντε ὀνόματα, Ἰω. Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἀριστοφ. ἐν Nauck Lex. Vindob. σ. 241.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντώνυμος, -ον, ΝΜ
αυτός που καλείται με πέντε ονόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. τετρα-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].