προεκμανθάνω

Revision as of 11:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A learn by heart before, Theon Prog.3, Sch.D.T.p.18H.

German (Pape)

[Seite 719] (s. μανθάνω), vorher auswendig lernen, Theo progymnasm. 3.

Greek (Liddell-Scott)

προεκμανθάνω: μανθάνω πρότερον ἀπὸ στήθους, Ρήτορες (Walz) 1. 175, A. B. 746.

Greek Monolingual

Α
αποστηθίζω κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκμανθάνω «μαθαίνω καλά, αποστηθίζω»].