πυροεργής

Revision as of 12:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A working at the fire, Man.1.78.

German (Pape)

[Seite 823] ές, in oder am Feuer arbeitend, ἄνδρες, Feuerarbeiter, Maneth. 1, 78.

Greek (Liddell-Scott)

πῠροεργής: -ές, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος διὰ τοῦ πυρός, Μανέθων 1. 78.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που εργάζεται στη φωτιά ή αυτός που εργάζεται με τη βοήθεια της φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργής].