πυρίτροχος

Revision as of 12:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A fiery in its course, Nonn.D.14.292.

German (Pape)

[Seite 823] feurig laufend, ὁλκὸς ἀστερόεις, Nonn. D. 14, 402.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίτροχος: -ον, = πυρίδρομος, Νόνν. Δ. 14. 292.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) μτφ. αυτός που τρέχει ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -τροχος (< τροχός < τρέχω), πρβλ. σιδηρό-τροχος].