πυρίδρομος

From LSJ

ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)  

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίδρομος Medium diacritics: πυρίδρομος Low diacritics: πυρίδρομος Capitals: ΠΥΡΙΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: pyrídromos Transliteration B: pyridromos Transliteration C: pyridromos Beta Code: puri/dromos

English (LSJ)

πυρίδρομον, fiery in its course, ἥλιος Orph.H.8.11, prob. in A. 1122.

German (Pape)

[Seite 822] im Feuer laufend, feuriges Laufs, Orph. S. πυρίβρομος.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίδρομος: -ον, ὁ πύρινον ἔχων δρόμον, ἥλιος Ὀρφ. Ὕμν. 7. 11., 19. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρέχει πάνω σε πύρινο δρόμο («πυρίδρομος ήλιος», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ναυσίδρομος].