ἱππώκης

Revision as of 12:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ες,

   A riding in a swift chariot, ἀέλιος B.10.101.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππώκης: -εος, ὁ, ὁ ἔχων ταχεῖς ἵππους, πρὸς αὐγὰς ἱππώκεος ἀελίου Βακχυλ. Χ. (ΧΙ). 101, ἔκδ. Blass.

Greek Monolingual

ἱππώκης, -εος, ὁ (Α)
αυτός του οποίου το άρμα έχει ταχείς ίππους («ἱππώκης ἀέλιος», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ώκης (< ὦκος < ὠκυς «ταχύς»), πρβλ. ανεμ-ώκης, ποδ-ώκης].