συγκατασπείρω

Revision as of 13:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A sow or plant together, Gal.19.168, Eun.Hist.p.251 D.:—Pass., Hld.3.12.

German (Pape)

[Seite 966] mit, zugleich, zusammen ausstreuen, säen, Heliod. 3, 12.

Greek Monolingual

Α κατασπείρω
1. διασκορπίζω ή σπέρνω μαζί ή συγχρόνως
2. μτφ. προκαλώ, δημιουργώ.

Greek Monolingual

Α κατασπείρω
1. διασκορπίζω ή σπέρνω μαζί ή συγχρόνως
2. μτφ. προκαλώ, δημιουργώ.