προκαλώ

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source

Greek Monolingual

προκαλῶ, -έω, Ν Μ Α καλώ
καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῦν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. ερεθίζω, διεγείρω («τον προκαλούσε με τα καμώματά της»)
2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α. «μού προκαλεί οίκτο και συμπάθεια η δυστυχία του» β. «κατά τη διάρκεια του ποδοσφαιρικού αγώνα προκλήθηκαν σοβαρά επεισόδια»)
μσν.
καλώ εκ τών προτέρων, ονομάζω
αρχ.
1. καλώ κάποιον μπροστά
2. προσκαλώ κάποιον σε φιλική συνάντηση, όπως σε ποτό ή δείπνο
3. προτρέπω κάποιον να πράξει κάτι («προκαλούμεθα ὑμᾱς φίλοι εἶναι καὶ ἐκ γῆς ἡμῶν ἀναχωρῆσαι», Θουκ.)
4. προτείνω, προσφέρω («τὰς σπονδὰς προκαλοῦνται», Αριστοφ.)
5. (αττ. δίκ.) α) εγκαλώ κάποιον στο δικαστήριο
β) προσφέρομαι να διευκολύνω την υπόθεση με βασανισμό δούλων ή με διορισμό απαραίτητων διαιτητών ή καλώ τον αντίδικό μου να διευκολύνει εκείνος την υπόθεση
6. μέσ. προκαλοῦμαι, -έομαι
α) καλώ κάποιον σε αγώνα
β) προσκαλώ κάποιον εκ τών προτέρων, παρακινώ, προτρέπω («Λακεδαιμόνιοι δὲ ὑμᾱς προκαλοῦνται ἐς σπονδὰς καὶ διάλυσιν πολέμου», Θουκ.)
γ) απευθύνομαι σε κάποιον για κάτι, επικαλούμαι
8. παροιμ. φρ. «ἱππέας εἰς πεδίον προκαλῇ, Σωκράτη εις λόγους προκαλούμενος» — λεγόταν για άνθρωπο που προκαλεί κάποιον άλλο σε ό,τι ακριβώς εκείνος υπερέχει (Πλάτ.).