τηθία

Revision as of 13:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A = τήθη, old woman, Eust.971.43.

German (Pape)

[Seite 1105] ἡ, = τηθίς, übh. ehrendes Anredewort an alte Frauen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

τηθία: ἡ, = τήθητηθίς, Εὐστ. 971. 43.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ τήθη
1. η τήθη, η γιαγιά
2. τιμητική προσφώνηση σε ηλικιωμένες γυναίκες.