φιλίωσις

Revision as of 13:37, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[λῐ], εως, ἡ,

   A making friendly, Sch.E.Ph.375,al.

German (Pape)

[Seite 1278] ἡ, Befreundung, Schol. Eur. Phoen. 378.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλίωσις: -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ φιλιοῦσθαι, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 767, Εὐρ. Φοίν. 375, κλπ.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Μ φιλιῶ
1. συμφιλίωση, μόνοιασμα
2. στον πληθ. αἱ φιλιώσεις
ερωτικές επαφές.