φιλίωσις
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
[λῐ], εως, ἡ, making friendly, Sch.E.Ph.375,al.
German (Pape)
[Seite 1278] ἡ, Befreundung, Schol. Eur. Phoen. 378.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλίωσις: -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ φιλιοῦσθαι, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 767, Εὐρ. Φοίν. 375, κλπ.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Μ φιλιῶ
1. συμφιλίωση, μόνοιασμα
2. στον πληθ. αἱ φιλιώσεις
ερωτικές επαφές.