παραδειπνίζω
English (LSJ)
A cause to dine, LXX 2 Ki.3.35 (v. l.).
Greek Monolingual
Α
προτρέπω κάποιον να δειπνήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δειπνίζω (< δεῖπνον)].
A cause to dine, LXX 2 Ki.3.35 (v. l.).
Α
προτρέπω κάποιον να δειπνήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δειπνίζω (< δεῖπνον)].