δειπνίζω
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
English (LSJ)
Att. fut. -ιῶ Diph.62: aor. ἐδείπνισα X.Cyr.4.5.5 (v. Od. infr. cit.):—entertain at dinner, κατέπεφνεν δειπνίσσας Od.4.535; δειπνίζοντες Ξέρξεα Hdt.7.118; δ. τὴν πόλιν ὅλην IG5(1).1346: also c. acc. cogn., δ. τινὰ δεῖπνον give one a dinner, Matro Conv.2:—Pass., βοὰς δεδειπνισμένων θεάτρων the applause of spectators bribed by dinners, Plu.2.92e.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. part. δειπνίσσας Od.4.535]
invitar a una comida, cena o banquete κατέπεφνε δειπνίσσας Egisto a Agamenón Od.l.c., cf. 11.411
•c. ac. de pers. δειπνίζοντες Ξέρξην Hdt.7.118, ἐδείπνισεν Ἀθηναίους ἐν τῇ ἀγορᾷ Theopomp.Hist.249, δειπνίσας λαμπρῶς ... τὴν πόλιν ὅλην IG 5(1).1346.9 (Laconia II d.C.), cf. AP 11.394 (Lucill.), Didyma 345.23 (II/I a.C.), IPr.113.42 (I a.C.), Didyma 322.9 (I d.C.), ICos EV 251.5 (I d.C.), IArykanda 162.8 (I/II d.C.), IStratonikeia 210.7, 1025.19 (ambos II d.C.), 17.8 (II/III d.C.)
•c. ac. de pers. y ac. int. δεῖπνα ... πολύτροφα καὶ μάλα πολλά, ἃ Ξενοκλῆς ... δείπνισεν ἡμᾶς Matro SHell.534.2
•sólo c. ac. int. δεῖπνον δημοσίᾳ πολυτελὲς ἐδείπνισεν D.C.62.15.2, cf. 55.2.4
•abs. Diph.62, Posidon.53, I.AI 4.105, Luc.Ep.Sat.22, Origenes Io 13.32, en v. pas. βοαὶ δεδειπνισμένων θεάτρων las aclamaciones de los espectadores invitados a cenar e.e. comprados mediante banquetes Plu.2.92e.
German (Pape)
[Seite 540] τινά, Jemanden mit einem δεῖπνον bewirthen, vgl. s. v. v. δεῖπνον und δειπνέω. Homer zweimal: Aegisthos tödtet den Agamemnon δειπνίσσας, ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ Odyss. 4, 535. 11, 411, nicht = »nachdem er ihn bewirthet hatte«, sondern aorist. in der Bedeutung des Anfangens, = »nachdem er ihm ein Mahl (δεῖπνον) vorgesetzt hatte«; übrigens gab es eine var. lect. δειπνήσας, bei der δειπνέω = bewirthen. – Comic.; Xen. Cyr. 4, 5, 5, u. öfter; δεῖπνόν τινα Matro bei Ath. IV, 134 d.
French (Bailly abrégé)
f. δειπνιῶ, ao. ἐδείπνισα, pf. inus. ; pf. Pass. δεδείπνισμαι;
recevoir à dîner.
Étymologie: δεῖπνον.
English (Autenrieth)
aor. part. δειπνίσσᾶς: entertain at table, Od. 4.435 and Od. 11.411.
Greek Monolingual
(AM δειπνίζω) δείπνον
παραθέτω δείπνο σε κάποιον, καλώ κάποιον σε δείπνο
νεοελλ.
δειπνώ
αρχ.
«βοὰς δεδειπνισμένων θεατῶν» — επιδοκιμασίες θεατών οι οποίοι έχουν εξαγοραστεί με προσκλήσεις σε δείπνα.
Greek Monotonic
δειπνίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, αόρ. αʹ ἐδείπνισα, Επικ. μτχ. δειπνίσσας, δεξιώνομαι, κάνω το τραπέζι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
δειπνίζω: угощать обедом Hom., Her., Xen.: δεδειπνισμένοι Plut. пообедавшие на чужой счет.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δειπνίζω [δεῖπνον] met acc. of abs., onthalen, een maaltijd geven.