περιθριγκόω

Revision as of 13:43, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A edge or fence all round, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας Plu.Mar.21.

German (Pape)

[Seite 577] rings umher mit einem Rande umgeben, umzäunen, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας, Plut. Mar. 21.

Greek (Liddell-Scott)

περιθριγκόω: περιφράττω ὁλόγυρα, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας Πλουτ. Μάρ. 21. - Παθ., περιφράττομαι, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Κλήμ. Ἀλ. 303.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
entourer d’un revêtement : τινί τι faire d’une chose un rempart à une autre.
Étymologie: περί, θριγκόω.

Greek Monotonic

περιθριγκόω: μέλ. -ώσω, πλαισιώνω ή περιφράσσω ολόγυρα, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-θριγκόω omheinen.

Russian (Dvoretsky)

περιθριγκόω: окружать, огораживать (τοὺς ἀμπελῶνάς τινι Plut.).

Middle Liddell

fut. ώσω
to edge or fence all round, Plut.