περιχώννυμι

Revision as of 13:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A heap earth round, τὰς ἀμπέλους D.S.17.82, cf. Dsc.5.148 (Pass.) :—Pass., to be covered with mud, etc., D.S.3.40 : metaph., περιχωσθῆναι τοῖς τοξεύμασιν Philostr.VA4.23.    II embank, γῆν PSI6.577.8 (iii B. C.), cf. PLille 1 v 20 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 601] (s. χώννυμι), umschütten, bes. mit ausgegrabener Erde umdämmen, D. Sic. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιχώννῡμι: ἐπισσωρεύω χῶμα ὁλόγυρα, περιχύνω, τὰς ἀμπέλους Διόδ. 17. 82. ― Παθητ., καλύπτομαι διὰ πηλοῦ, κτλ., ὁ αὐτ. 3. 40· μεταφορ., περιχωσθῆναι τοῖς τοξεύμασιν Φιλόστρ. 161.

Greek Monolingual

βλ. περιχώνω.

Russian (Dvoretsky)

περιχώννῡμι: окружать землей, окучивать (τὰς ἀμπέλους Diod.).