πολυμύελος

Revision as of 13:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A with much marrow, ὀστέα Hp.Fract.35.

German (Pape)

[Seite 667] von od. mit vielem Marke, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμύελος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν μυελόν, ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 774.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για οστό) αυτός που περιέχει πολύ μυελό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μυελός (πρβλ. α-μύελος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμύελος -ον [πολύς, μυελός] veel merg bevattend:. ὀστέα botten Hp. Fract. 35.