πολιανόμος

Revision as of 13:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ, (πόλις, νέμω)

   A a civic magistrate, Tab.Heracl.1.95 (pl.), Documenti Ant. dell' Africa Italiana 2.127 (Cyrenaica, pl.).    2 = Lat. aedilis, D.C.43.28,48.

German (Pape)

[Seite 655] ὁ, Stadtverwalter, -vorsteher, eine Obrigkeit, Sp., wie D. Cass. 43, 28.

Greek (Liddell-Scott)

πολιᾱνόμος: ὁ, (πόλις, νέμω) ἀστικός τις ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 95, κ. ἀλλ.· ἐν χρήσει ὡς μετάφρασις τοῦ Ῥωμ. Aedilis Δίων Κ. 43. 28, 48· ― πολῐᾱνομέω, Πλάτ. Ἐπιστ. 363C, Δίων Κ. 43. 48.

Greek Monolingual

ὁ, Α
άρχοντας της πόλης ο οποίος είχε αστυνομικά καθήκοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις, -ιος + -νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αστυ-νόμος. Για τη μορφή του α' συνθετικού πολια- βλ. λ. πολίτης / πολιᾱτας].