πολύδιψος
English (LSJ)
ον,
A making very thirsty, Xenocr. ap. Orib.2.58.91.
German (Pape)
[Seite 662] wonach man sehr durstet, Xenocr.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδιψος: -ον, ὁ πολλὴν δίψαν προξενῶν, μύακες πολύδιψοι Ξενοκρ. 25, σ. 13, ἔκδ. Κοραῆ, Ὀρειβάσ. σ. 20 Matth.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που προκαλεί πολλή δίψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -διψος (< δίψα), πρβλ. υπό-διψος].