προβλεπτικός

Revision as of 13:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to foresee, τῶν μελλόντων Eust.83.33.

German (Pape)

[Seite 711] ή, όν, vorher sehend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

προβλεπτικός: -ή, -όν, ὁ προβλέπων, ὁ ἱκανὸς νὰ προβλέπῃ. τῶν μελλόντων Εὐστ. 83. 33, Βυζ.

Greek Monolingual

-ή, -ό/ προβλεπτικός, -ή, -όν, ΝΜ προβλέπω
αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει ό,τι πρόκειται να συμβεί και να φροντίζει έγκαιρα για την αντιμετωπισή του, προνοητικός.
επίρρ...
προβλεπτικῶς Μ
με προβλεπτικότητα.