προσαπολύω

Revision as of 14:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A set free besides, αὐτὸν τῆς διαβολῆς Vit.Isoc.p.255 Westermann.

Greek (Liddell-Scott)

προσαπολύω: ἀπολύω, ἀπαλλάσσω προσέτι, τοῦτο αὐτὸν πολὺ πλέον προσαπολύει τῆς διαβολῆς Βίος Ἰσοκρ.

Greek Monolingual

Μ ἀπολύω
ελευθερώνω κάποιον από κάτι ακόμη («τοῦτο αὐτὸν πολὺ πλέον προσαπολύει τῆς διαβολῆς», Βί. Ισοκρ.).