[ῑ],
A kill off besides, Aret.CA1.4.
[Seite 751] (s. πνίγω), noch dazu ersticken, erwürgen, Aret.
προσαποπνίγω: [ῑ], ἀποπνίγω προσέτι, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 4.
Α ἀποπνίγωπνίγω κάποιον ακόμη.