τετρωβολίζω

Revision as of 14:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A receive four obols, i. e. to be a soldier (v. sq. 11), Theopomp.Com.55.

German (Pape)

[Seite 1100] vier Obolen bekommen, Theopomp. bei Poll. 9, 64.

Greek (Liddell-Scott)

τετρωβολίζω: λαμβάνω τετρώβολον, τέσσαρας ὀβολούς, δηλ. ὑπηρετῶ ὡς στρατιώτης (ἴδε τετρώβολον), Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Στρατιώτισιν» 2.

Greek Monolingual

Α τετρώβολος
1. λαμβάνω ποσό τεσσάρων οβολών
2. υπηρετώ ως στρατιώτης.