ἀθέρμαντος
English (LSJ)
ον,
A not heated; ἑστία A.Ch.629, either a cold hearth, or (as Sch.) a household not heated by strife or passion.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθέρμαντος: -ον, ὁ μὴ θερμανθείς, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 629· ἀθ. ἐστία, πιθ. ἑστία, δηλ. οἰκογένεια μὴ θερμαινομένη δι’ ἐρίδων καὶ παθῶν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non réchauffé;
2 qui ne peut être réchauffé.
Étymologie: ἀ, θερμαίνω.
Spanish (DGE)
-ον
frío, apagado ἑστία A.Ch.629, Τάρταρος Chrys.M.60.735, cf. Sch.Hes.Th.5a, σώματα Gal.7.40, cf. 18(2).457, ἀήρ Alex.Aphr.Pr.1.113.
Greek Monotonic
ἀθέρμαντος: -ον, αυτός που δεν θερμαίνεται· ἀθέρμαντος ἑστία, οικογένεια που δεν φλέγεται από έριδες ή πάθη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθέρμαντος: несогретый, холодный (ἑστία δόμων Aesch.).