ἀθέρμαντος

Revision as of 14:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A not heated; ἑστία A.Ch.629, either a cold hearth, or (as Sch.) a household not heated by strife or passion.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθέρμαντος: -ον, ὁ μὴ θερμανθείς, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 629· ἀθ. ἐστία, πιθ. ἑστία, δηλ. οἰκογένεια μὴ θερμαινομένη δι’ ἐρίδων καὶ παθῶν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non réchauffé;
2 qui ne peut être réchauffé.
Étymologie: ἀ, θερμαίνω.

Spanish (DGE)

-ον
frío, apagado ἑστία A.Ch.629, Τάρταρος Chrys.M.60.735, cf. Sch.Hes.Th.5a, σώματα Gal.7.40, cf. 18(2).457, ἀήρ Alex.Aphr.Pr.1.113.

Greek Monotonic

ἀθέρμαντος: -ον, αυτός που δεν θερμαίνεται· ἀθέρμαντος ἑστία, οικογένεια που δεν φλέγεται από έριδες ή πάθη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀθέρμαντος: несогретый, холодный (ἑστία δόμων Aesch.).

Middle Liddell


not heated by strife or passion, Aesch.