ἀντήνωρ

Revision as of 14:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, (ἀνήρ)

   A instead of a man, σποδὸς ἀ. dust for men, A.Ag.442.—In Il.as pr.n.

German (Pape)

[Seite 248] (ἀνήρ), ορος, statt des Mannes, σποδός Aesch. Ag. 430.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνὴρ) ἀντὶ ἀνδρός, ἀντήνορος σποδοῦ, σποδοῦ ἀντὶ ἀνδρός, Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 442. - Ἐν Ἰλ. ὡς κύρ. ὄνομα.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui tient la place d’un homme.
Étymologie: ἀντί, ἀνήρ.

Spanish (DGE)

-ορ
adj. que está en lugar de hombres σποδὸς ἀντήνωρ ceniza en lugar de hombres A.A.442, cf. A.D.Pron.5.6, Coni.233.6.

Greek Monolingual

ἀντήνωρ, ο, η (Α) ανήρ
φρ. «σποδός ἀντήνωρ» — στάχτη αντί για τον άντρα.

Greek Monotonic

ἀντήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ) αντί ανδρός, σποδὸς ἀντ., τέφρα αντί ανδρών, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντήνωρ: ορος adj. оставшийся вместо, т. е. от человека (σποδός Aesch.).

Middle Liddell

ἀνήρ
instead of a man, σποδὸς ἀντ. dust for men, Aesch.