ἀνεπίληστος
English (LSJ)
ον,
A not to be forgotten, Aristaenet.2.13, Hsch. s.v. ἀλαστοῖς. Adv. -τως Sch.Od.14.174.
German (Pape)
[Seite 224] unvergeßlich, Aristaenet. p. 92.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίληστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ λησμονήσῃ, ἀλησμόνητος, Ἀρισταίν. 2. 13. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 174.
Spanish (DGE)
-ον
1 inolvidable ἔρως Aristaenet.2.13.3, cf. Sch.Hes.Th.467, Sch.Call.Lau.Pall.87.
2 adv. -ως inolvidablemente Sch.Od.14.174.
Greek Monolingual
ἀνεπίληστος, -ον (AM)
αλησμόνητος, «άληστος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιλανθάνω «λησμονώ»].