ἀνεπίληστος

Revision as of 14:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A not to be forgotten, Aristaenet.2.13, Hsch. s.v. ἀλαστοῖς. Adv. -τως Sch.Od.14.174.

German (Pape)

[Seite 224] unvergeßlich, Aristaenet. p. 92.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίληστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ λησμονήσῃ, ἀλησμόνητος, Ἀρισταίν. 2. 13. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 174.

Spanish (DGE)

-ον
1 inolvidable ἔρως Aristaenet.2.13.3, cf. Sch.Hes.Th.467, Sch.Call.Lau.Pall.87.
2 adv. -ως inolvidablemente Sch.Od.14.174.

Greek Monolingual

ἀνεπίληστος, -ον (AM)
αλησμόνητος, «άληστος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιλανθάνω «λησμονώ»].