ἀπαράπειστος

Revision as of 14:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A not to be seduced, D.H.8.61.

German (Pape)

[Seite 279] nicht durch Zureden abzubringen, unbestechlich, D. Hal. 8, 61.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράπειστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραπείσῃ, Διον. Ἁλ. 8. 61.

Spanish (DGE)

-ον
1 inexorable περὶ τὰ δίκαια D.H.8.61.
2 indócil, desobediente Hsch.s.u. ἄπιστος.

Greek Monolingual

ἀπαράπειστος, -ον (Α)
αυτός που είναι δυνατόν να παραπειστεί η να παρασυρθεί.