ἀποστυπάζω
English (LSJ)
A drive off with blows, Archil.127. (Cf. στύπος.)
German (Pape)
[Seite 328] wegprügeln, Archil. 112 ὀρέων, Schol. Ap. Rh. 1, 1117.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστῠπάζω: στύπει ἀποδιώκω, «διώχνω μὲ τὸ ξύλον», θυρέων ἀπεστύπαζον Ἀρχίλ. 114, «ἀπεστύπαζον· ξύλοις ἀπεδίωκον» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. σ. 120, 3.,771, 47.
Spanish (DGE)
(ἀποστῠπάζω) expulsar a palos μὲ παρθένοι θυρέων ἀπεστύπαζον Archil.69.