ἐχήνια

Revision as of 14:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τά,

   A part of a bridle or bit, IG22.1388.74, 1464.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχήνια: τά, μέρος χαλινοῦ, ἴσως τοπικός τις τύπος τοῦ ἐχῖνος (V), Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 23, ἴδε Böckh 1, σ. 237.

Greek Monolingual

ἐχήνια, τὰ (Α)
επιγρ. μέρος του χαλινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχω + ηνία].