ἱεροφύλαξ

Revision as of 14:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῠ], poet. ἱρ-, ᾰκος, ὁ,

   A guardian of a temple, E.IT1027 (cj. Markl.), IG14.291 (Segesta).    2 = Lat. pontifex, D.H.2.73.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροφύλαξ: ῠ, ποιητ. ἱρ-, ᾰκος, ὁ, φύλαξ ναοῦ, = ναοφύλαξ, Λατ. aedituus, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1027 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl.), Συλλ. Ἐπιγρ. 5545. 2) ἐν Διον. Ἁλ. 2. 73 ἰσοδυναμεῖ τῷ Λατ. pontifex.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερός, φύλαξ.

Greek Monotonic

ἱεροφύλαξ: [ῠ], ποιητ. ἱρ-, -ᾰκος, ὁ, φύλακας του ναού, πρύτανης, Λατ. aedituus, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροφύλαξ: ион. ἱροφύλαξ, Eur. v. l. ἱροῦ φύλαξ, ᾰκος (ῠ) ὁ страж святилища, смотритель храма Eur.

Middle Liddell


a keeper of a temple, temple-warden, Lat. aedituus, Eur.