συμπερικομίζω
English (LSJ)
A convey round with, IG11(2).165.6 (Delos, iii B.C.).
Greek Monolingual
Α περικομίζω
περιφέρω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο.
Greek Monolingual
Α περικομίζω
περιφέρω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο.
A convey round with, IG11(2).165.6 (Delos, iii B.C.).
Α περικομίζω
περιφέρω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο.
Α περικομίζω
περιφέρω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο.