συμπερικομίζω

Revision as of 14:42, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A convey round with, IG11(2).165.6 (Delos, iii B.C.).

Greek Monolingual

Α περικομίζω
περιφέρω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο.

Greek Monolingual

Α περικομίζω
περιφέρω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο.