τειχοκαταλύτης

Revision as of 14:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A demolisher of walls, Ctes.Fr.57.3.

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ, der Mauern zerstört, Ctes.

Greek (Liddell-Scott)

τειχοκαταλύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ καταλύων, καταστρέφων τείχη, τῶν τειχοκαταλυτῶν ἐλεφάντων Κτησίας ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 72, σ. 45, 32.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που καταλύει τείχη, που γκρεμίζει τείχη («τῶν τειχοκαταλυτών ἐλεφάντων», Κτήσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + καταλύω «καταστρέφω»].