τυμπανοτερπής

Revision as of 14:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A delighting in drums, Orph.H.27.11.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπανοτερπής: -ές, ἐπὶ τῆς Ρέας, ἡ τερπομένη εἰς τοὺς κρότους τῶν τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 11.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ως προσωνυμία της Ρέας) αυτή που τέρπεται με τους κρότους τύμπανου, με τις τυμπανοκρουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -τερπής (< τέρπομαι), πρβλ. χορο-τερπής].