φιλόθυρσος
English (LSJ)
ον,
A loving the thyrsus, of Silenus, Orph.H. 54.11; Γαλλαί Lyr.Adesp.121.
German (Pape)
[Seite 1280] den Thyrsos liebend; Orph. H. 53, 11; Hephaest. p. 40.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόθυρσος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν θύρσον, ἐπὶ τοῦ Σειληνοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 53. 11· πρβλ. Ποιητὴν παρ’ Ἡφαιστ. 12. 5.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τον Σειληνό) αυτός που του αρέσουν τα κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + θύρσος «κλαδί, ραβδί» (πρβλ. κακό-θυρσος)].